ρηξισθενής

ρηξισθενής
-ές, Α
1. αυτός που έχει τη δύναμη να προκαλέσει ρήξη
2. αυτός που συντρίβει τη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ῥήγνυμι) + -σθενής (< σθένος), πρβλ. λιπο-σθενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”